Καρωτή Έβρου

Φορέθηκε από τους Μάρηδες, ντόπιους κάτοικους 13 χωριών του νομού Έβρου, από το Διδυμότειχο έως την Ορεστιάδα.
Λευκό, βαμβακερό πουκάμισο με κέντημα στον ποδόγυρο, όπου στη νυφική φορεσιά ήταν χρώματος κόκκινου. Η τσούκνα, ένα μάλλινο φόρεμα χρώματος μαύρου, σκούρου γαλάζιου ή και πράσινου, με κέντημα στη πλάτη, στην τραχηλιά, στις κουρφολήθρες και στον ποδόγυρο, με επίραπτες κορδέλες στην πλάτη, χρυσές ή κίτρινες. Στο φουστάνι πρόσθεταν στο πλάι και κάτω από τις μασχάλες κομμάτια ζωηρόχρωμου χρώματος από αγοραστά υφάσματα, τα λεγόμενα και μπασκαλίδια. Η ποδιά είναι υφαντή και ονομάζεται μισαλούδα. Στις νεότερες εποχές, φτιάχνεται από αγοραστά υφάσματα στολισμένη με δαντέλες και κορδέλες σε ζωηρά χρώματα. Στις γιορτές φορούσαν κάλτσες λευκές με διάφορα σχέδια, λεγόμενα και γεμενιά. Στα πόδια φορούσαν τα κοντούρια, παπούτσια με τακούνι ή τα μέστια, υφασμάτινα παπουτσάκια κεντημένα με πούλιες και πολύχρωμες κλωστές. Στο κεφάλι έβαζαν λεπτό μαντήλι, το τσεμπέρι κι από πάνω την μπαρμπούλα, μία κίτρινη μαντίλα με λουλούδια. Από πάνω σκάλωναν (στην τοπική διάλεκτο τζιβιρτούσαν) μια δεύτερη μαντίλα με υφαντό διάκοσμο από τη μία μόνο πλευρά, διπλωμένη κατάλληλα. Μεταλλική ή ασημένια ζώνη στην μέση διακοσμημένη με πετράδια.