Ικόνιο Καππαδοκίας

Μοιάζει με τις αστικές ενδυμασίες της Ανατολής με επιρροή από το Βυζάντιο.
Στην περιοχή υπήρχε μεγάλη άνθηση εμπορίου, ταπητουργία και εμπορία χαλιών. Η υψηλή κοινωνία είχε μεγάλο μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Η προίκα των κοριτσιών ήταν τα ρούχα τους και τα κοσμήματά τους. Από μικρή ηλικία των 14-15 ετών έφτιαχναν 2-3 καθημερινές φορεσιές και μία πολυτελέστατη-καταστόλιστη, την νυφιάτικη, που την φορούσαν και παντρεμένες όπου και φαινόταν ο μεγάλος πλούτος της κάθε οικογένειας. Υπήρχε τότε το Βυζαντινό έθιμο και αρραβώνιαζαν τα παιδιά από 5 ετών ή και από την κούνια.
Η νυφική φορεσιά.
Τα υφάσματα έρχονταν από την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Βυρρητό και το Χαλέπι. Εσωτερικά φορούσαν δύο καβάδια, μακριά αμάνικα πουκάμισα από μαλλί ή βαμβάκι. Το φιστάνι, ένα φόρεμα ανοικτό στο στήθος από πολύτιμο ύφασμα. Από πάνω φοριόταν η σάλτα,, ένας εξωτερικός, μακρύς επενδύτης με γούνα στον ποδόγυρο και στα μανίκια. Στη μέση τοποθετούνταν ένα τετράγωνο, χρυσοκέντητο με πούλιες ή κρόσσια μαντίλι, διπλωμένο τριγωνικά που λέγονταν τσίπα. Ζώνη στη μέση με βαριά πόρπη. Τα μαλλιά τα έπλεκαν 6-16, ή ακόμα και 40 πλεξούδες με μπρισίμια, χρυσά μικρά κοσμήματα, ή τα αλτούνια, γαλάζιες χάντρες για την αποφυγή βασκανίας. Στο κεφάλι κόκκινο φέσι, τσόχινο, με κοράλλια στο μέτωπο όπου από πάνω έριχναν τον χρυσοκέντητο τσεβρέ, ένα τριγωνικό μεταξωτό μαντήλι και τέλος η αραχνούφαντη σκέπη μεταξωτή, ένα χρυσοκέντητο πέπλο με κόκκινο χρώμα. Τα υποδήματα ήταν τα πασούμια, βυσσινιά και χρυσοκέντητα. Κοσμήματα στο στήθος, γκερντάνια, καρφίτσες. Το ζωνάρι, ριγωτό, κούμπωνε με μαλαμοκαπνισμένες πόρπες πάνω από την τσίπα. Σκουλαρίκια, ή αλλιώς ιντιλούσες, χρυσές λεπτές βέργες ή διαμαντόπετρες δεμένες με χρυσό.
Η καθημερινή φορεσιά.
Στην καθημερινότητα φορούσαν το σαλβάρι, μία μακριά βράκα. Όσο πιο φαρδιά ήταν τόσο πιο ωραία η γυναίκα. Μακρύ πουκάμισο από χοντρό ύφασμα με φαρδιά μανίκια. Ένα φουστάνι που φορούσαν οι πιο αδύνατες για να φαίνονται εύσωμες που ήταν και το πρότυπο ομορφιάς. Το ζιπούνι, ένα στενό γιλέκο από βελούδο, χρυσοκέντητο με άνοιγμα μπροστά. Το μειντουρού, ένα κίτρινο μεταξωτό μαντίλι μέσης με κρόσσια. Τέλος τα τερλίκια, μάλλινα ή τσόχινα στα ποδιά και ποδόρτια, κάλτσες μάλλινες και χοντρές. Οι ανύπαντρες όταν, σπανίως, έβγαιναν έξω έριχναν από πάνω του το σαρτσάς, ένα μακρύ σεντόνι για να προστατεύονται από τα αδιάκριτα βλέμματα.