Αντρική (επίσημη φορεσιά)

Ήταν η επίσημη ενδυμασία των αντρών, λεγόμενη και παραγγελίστικη, δηλαδή κατασκευαζόταν μόνο υπό παραγγελία στα αστικά κέντρα.
Αποτελείται από τη βράκα, το λεγόμενο και χιαλβάρι, που κεντιέται με τεχρίλια και γαϊτάνια. Στη δυτική Κρήτη λέγεται και κάρτσα. Επίσης από το γιλέκο, κατάλοιπο των Βενετών, που το συναντάμε σε τρεις μορφές: το συνηθισμένο σταυρωτό, το ανοιχτό στην μπροστά μεριά που κουμπώνει στην κοιλιά και τέλος το μεΪντανογέλεκο που είναι ανοιχτό και στην πλάτη.
Από πάνω φοριέται το μεϊντάνι, ένα κοντό σακάκι που πήρε το όνομά του από το τούρκικο μιν-ταν και από μέσα το πουκάμισο, από άσπρη μεταξωτή μπόλια. Τα πουκάμισα που φοριούνται συγκεκριμένα με το ανοιχτό γιλέκο δεν έχουν γιακά και σε κάποιες περιοχές του Λασιθίου είναι κεντημένο στο στήθος και στα μανίκια.
Έπειτα η μακριά ζώνη χρώματος μπλε ή κόκκινου, η οποία φτάνει και τα 8 μέτρα σε μήκος.
Στην κεφαλή φορούσαν σπαστό, κόκκινο φέσι με γαλάζια φούντα στο πλάι, που το σαρίκωναν με εξωτερικό, σταμπωτό μαντήλι.
Το κυρίως υπόδημα ήταν τα δερμάτινα στιβάνια διαφόρων χρωμάτων, κυρίως άσπρου, μαύρου και καφέ.
Στο λαιμό φορούσαν καδένα και φυλαχτά και στη μέση μαχαίρι με κοκάλινη λαβή που λέγεται μπουνιάλο ή μπασαλής.
Όσοι είχαν την δυνατότητα, και κυρίως στα ορεινά χωριά, τους χειμερινούς μήνες φορούσαν από πάνω και το καπότο, ένα μακρύ πανωφόρι με κουκούλα.